- τονικός
- -ή, -ό / τονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τόνος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμόνεοελλ.1. τονωτικός («τονικά φάρμακα»)2. το θηλ. ως ουσ. η τονικήμουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων τής μουσικής κλίμακας3. το αρσ. ως ουσ. ο τονικόςβιολ. ανατομικός σχηματισμός ή φαινόμενο τού οποίου η δραστηριότητα είναι συνεχής ή διατηρείται σε όλη τη διάρκεια τής διέγερσης που δέχεται4. φρ. α) «τονικό σύστημα»μουσ. η τονικότηταβ) «τονική μουσική» — μουσική που βασίζεται στην τονικότηταγ) «τονικός τονισμός» — βλ. τονισμόςδ) «τονικά σημεία» — τα σημεία τού τονισμού, οι τόνοιε) «τονικό ύψος» — η συχνότητα στην οποία βρίσκεται ένας ηχητικός τόνοςστ) «τονικός σπασμός»ιατρ. σπασμός κατά τον οποίο οι μύες, ιδίως τών μελών, βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς σύσπασηςαρχ.1. αυτός που μπορεί να τείνει, να τεντώσει κάτι («ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί», Αριστοτ.)2. (στους Στωικούς) αυτός που προκύπτει από τον τόνο3. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να συστέλλει, συσταλτικός («τονικὴ ἐνέργεια», Γαλ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τονικόν(ενν. χρῶμα) μία από τις τρεις μορφές τής χρωματικής κλίμακας.επίρρ...τονικῶς Αμε συστολή.
Dictionary of Greek. 2013.